Editorials, Επιλογή Συντακτών

mea culpa

Θα μπορούσαμε όλα να τα φορτώσουμε στο δαίμονα του τυπογραφείου, όμως η ευθύνη ολοκληρωτικά δική μας, αναφερόμαστε στη δημοσίευση στο 9ο τεύχος σελίδα 28, του πονήματος της Μαρία Καντ (Καντωνίδου), που είχε αρκετές παραλείψεις. Παρακάτω μπορείτε να το διαβάσετε στη σωστή του διάσταση. Τη συγγνώμη μας στη συγγραφέα και σε όλους σας.

Μαρία Καντ (Καντωνίδου)

καθοδόν

Τελευταία ο Δ.Χ. σκοντάφτει συνεχώς στους αρμούς των πεζοδρομίων ενδομύχως και πέριξ και καταστρέφει τα ταμπά του παπούτσια του. Η κατάσταση αυτή δεν πάει άλλο, σκέφτεται, και αποφασίζει να κατεβάσει το αριστερό του πέλμα στο δρόμο. Το στρίβει ελαφρώς πέρα-δώθε και σηκώνει μια σκόνη, μαλακή, παχιά και ευκίνητη. Το στοιχείο αυτό φαίνεται να τον ικανοποιεί ιδιαίτερα. Συνεχίζει, ωστόσο, να περπατά με τον ένα ώμο κάτω και τον άλλο πάνω ως τη γωνία με τον σβηστό φανοστάτη. Εκεί κοντοστέκεται. Φέρνει τα χέρια στο πρόσωπο και πιέζει τους βολβούς των ματιών του περιμετρικά και με σύνεση μέχρι το ταβάνι του κρεβατιού του να γεμίσει αστράκια και όστρακα. Αμέσως μετά κατεβάζει το δεξί του πέλμα δίπλα στο άλλο. Προς στιγμή μένει ακίνητος – άλλωστε η ακινησία ποτέ δεν καθυστέρησε τον ήλιο, πού το έχεις διαβάσει αυτό αγόρι μου, τον ρωτάει η δασκάλα στο πρώτο θρανίο, πού να το έχω διαβάσει, άραγε; αναρωτιέται κι ο ίδιος. Βλέπει τον ήλιο και αποφασίζει να κινηθεί προς τα εκεί. Ο δρόμος είναι φρεσκοσκαμμένος και αυτό του προκαλεί ευεξία – πάλι με το χώμα παίζεις, παιδάκι μου; ακούει τη μάνα του να φωνάζει στην αυλή. Φοράει τσεμπέρι και απλώνει τα ρούχα στο τέλι. Ντεκόρ άλλο κανένα. Ούτε σκυλί, ούτε γατί, ούτε καν οι κότες του γείτονα. Ένα βήμα πιο κάτω η απόσταση μακραίνει και η ανάσα του πιάνεται. Πιάνει, επίσης, αέρας και το χώμα στεγνώνει, παξιμάδιασε, θα πει ο πατέρας του, τι άλλο να δώσει. Το σπάει, όμως, και προχωράει – τα παπούτσια του έχουν ήδη τρυπήσει, μα αυτό ουδόλως πλέον τον αποσπά. Στην τσέπη του παλιού του παλτού βρίσκει ένα ταμπά παξιμάδι Κυθήρων. Το σπάει κι αυτό και το τρώει. Τα χέρια του γεμίζουν σουσάμια, κάποια πέφτουν στο χώμα – προσπαθεί να τα μετρήσει, τόσα εκεί, τόσα εδώ. Φτάνει στο τέσσερα και σταματά, είναι πολύ περισσότερα, στις κάλτσες του ανηφορίζουν δεκάδες μυρμήγκια. Σε λίγο φτάνει στην άκρη της γης και κανένας. Σηκώνει τον γιακά του και κουμπώνεται. Να κλείσω το παράθυρο μέχρι να ζεστάνει ο ήλιος; ρωτάει η μάνα τον πατέρα του. Ούτε πουθενά ο πατέρας. Πώς είναι δυνατόν να μην είναι, αφού; Τελευταία ο Δ.Χ. σκοντάφτει και σε απλές ερωτήσεις. Ξαναφέρνει τα χέρια στο πρόσωπο και πιέζει τους βολβούς των ματιών του μέχρι να φανεί μία θάλασσα. Στέκεται στην προβλήτα της και μετράει τα κύματα. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, τέσσερα, τέ… Σμίγει τα φρύδια του και καταπίνει. Ακούγεται ένα γκλουκ, ένα “τς” και μια άχνα. Δύο λιμενεργάτες τον πλησιάζουν και του λένε να απομακρυνθεί, ο καιρός αγριεύει, του λένε. Ο Δ.Χ. παραμένει στη θέση του και ξαναρχίζει το μέτρημα. Αυτή τη φορά με τα δάχτυλα. Τα μαζεύει σε γροθιά και τα ανοίγει ένα-ένα ξεκινώντας από το μεγάλο. Κύμα και δάχτυλο, κύμα και δάχτυλο – πόσα δάχτυλα έχει το χεράκι σου, τον ρωτά η δασκάλα, αγριεύει ο καιρός επαναλαμβάνουν οι λιμενεργάτες. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, τέσσερα… Εστιάζει στο κράσπεδο και χαράζει γραμμές ενδομύχως και πέριξ. Ένα ταμπά κύμα ανεβαίνει και ξεπλένει τα πάντα. Μου τα έσβησες, του λέει νωδά, μου κατάπιες τη μνήμη, ξαναλέει κλωτσώντας το. Αυτή κατάπιε εσένα, του απαντάει το κύμα καθοδόν προς τα Κύθηρα.

/stanza, εκδόσεις Gutenberg 2021/