Online τεύχη

Ημερολόγια ……Καραντίνας

Ξανθίππη Λευθεριώτου

 Η ΔΕΞΑΜΕΝΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

(Σε καιρό εγκλεισμού)

Στην αρχή

έκατσα απέναντί σου  με το ποτήρι στο χέρι.

Ερχόσουν από μεγάλο κανάλι

Γεμάτο ιαχές, θυμωμένα συρτάρια,

Παγωμένες ματιές.

Η₂0, μου είπες

και μ’ αιφνιδίασες.

 

Στη WUHAN και στη ΡΩΜΗ

στο ΜΙΛΑΝΟ, ΤΟΛΕΔΟ, ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ,

ΛΟΝΔΙΝΟ

πάω κι έρχομαι.

Απλώνω χέρια, πόδια,

σβέρκο και λαγόνες

μπροστά σου.

Να βλέπω  πάντα τα χέρια σου καθαρά

όταν εκτελούν τη χορογραφία.

Κατά καιρούς στρατοπεδεύω

και τροφοδοτώ τους ανιχνευτές μου

τώρα που απαγορεύτηκαν οι περιπτύξεις

να με ειδοποιούν πάραυτα

και με sms.

 

Ανοίγω μυστικά

να γεμίσει η δεξαμενή

των χαρίτων.

Από ‘κει εξερευνώ

πόντο πόντο

σταγόνα τη σταγόνα

την κοίτη σου.

Ουσιαστικά

κολυμπώ με μόνη την αναπνοή μου.

Όταν ανοίγω την κάνουλα

ένας κόσμος καθαρός ξεχύνεται

στο βυθό.

Μπορώ να χορέψω.

Έχει τραβηχτεί με μιας

η λάσπη και τ’ απόνερα.

Τι κολύμπι , τι χορός, τι χάρη, τι χαρά !

Στο κουδούνι μου  έγραψα

παραδίδονται μαθήματα κολύμβησης

καθ’ εκάστην.

Η δεξαμενή χλωριώνεται.

30/4/2020

 

AMA – a short film by Julie Gautier

https://www.youtube.com/watch?v=bdBuDg7mrT8

 

 

Μαρία Λεμεσού

 

” Τα παράλογα του εγκλεισμού ” 

 

Το σπίτι μου το κατοικεί ένα παράξενο ον.

Το σπίτι μου είναι ένα παράξενο ον, με εφτά πόδια και δυο κεφάλια.

Στέκω εκεί που είχε το όγδοο πόδι ( τώρα κομμένο ) Το στηρίζω. Του μιλώ.
– Ποιος είσαι;
Δεν παίρνω απάντηση.
Όμως γνωρίζω, γνωρίζω τώρα,

αυτό που δεν ορίζω.

Ξεφλουδίζουν οι τοίχοι, πέφτουν απ’ τις ρωγμές τους μήλα,

η Εύα κι ο Αδάμ, γυμνοί.

Γυμνοί αλαλάζουν, σαλεμένοι.
– ‘Ητανε πλάνη, ήτανε πλάνη η Εδέμ.

– Εμείς, δεν θέλαμε να μάθουμε..

Η ελευθερία μου, η επιλογή της απόγνωσης.
Βάζω όλα τα αισθήματά μου στο πλυντήριο. Τα απολυμαίνω. Κάποια ( δεν πρόσεξα ) μπήκαν στο πλύσιμο. Στου παρελθόντος το παιδί θα τα φορέσω, άμα το βρω, μα δεν το βρίσκω.

 

Ποια ήμουν; Ποια έγινα; Ποια θα ‘μαι;

 

Στον ύπνο μου, βλασταίνουν κυπαρίσσια.

Θεόρατα γίνονται σε μια στιγμή.

( Άνθρωποι ανώνυμοι, άνθρωποι-αριθμοί στατιστικής, άνθρωποι που ταξίδεψαν με μάτια ανοιχτά, άνθρωποι μόνοι. )

 

Μπήγω στο μήλο το καρφί και με πληγώνει.

Η ώρα είναι αράχνη.

Πένθος, ο ιστός της.

( Κάθε εποχή, ο Βαραββάς και ο Χριστός της; )

Κλαίω και τρέχουν άνθρωποι, έντρομοι να σωθούν.

Ένα ποτάμι ανθρώπων φοβισμένων, στο πρόσωπό μου.

Το πρόσωπό μου, ένα ποτάμι ανθρώπων.

Υπάρχει η θάλασσα.

Χωρίς εμένα.
Χωρίς εσένα.

Υπάρχει η θάλασσα.

 

ΜΑΙΡΗ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

ΑΡΡΩΣΤΗ ΑΝΘΟΦΟΡΙΑ

Η Άνοιξη
καθισμένη στο στήθος μας
σαν βαρυχειμωνιά
ασθμαίνοντας
με κίτρινα μάτια
με γάντια πλαστικά
διασπείρεται κακόβουλα
σαν άρρωστη φήμη
στους αγρούς των πόλεων

Δυστυχώς ανθεί

Η στριγγλή της φωνή
κάτω απ’ τις φτερούγες
του μαύρου πουλιού
ουδόλως παραπλανεί
μεταδίδει
ό,τι δεν θέλουμε ν’ ακούσομε
διαπερνά
τα σφαλιστά μας παράθυρα
τον κατ’ οίκον περιορισμό
της μνήμης
που έκπληκτη ανακαλεί
πως ανακόλουθοι οι καιροί
αυτοσχεδιάζουν ερήμην.

Σε άδεια θέατρα
οι παραστάσεις παίζονται
από εγκλωβισμένους θεατές.
Στα μπαλκόνια
συναυλίες
εαρινής απελπισίας
οι πόλεις άδειες γυρεύουν
τον καιρό που κρύφτηκε

ό,τι αλλιώς περίμεναν
ό,τι δεν θα ‘ρθει πια.

ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Ο λύκος μετακόμισε στην πόλη

γυρεύει λιχουδιές
σε άσκοπες συναθροίσεις.

Η κάπα του σκεπάζει κλοπιμαία
βλέμματα
— πέθαναν καρφωμένα στην πόρτα
λες και κάτι περίμεναν —
διαμελισμένες  ελπίδες
από μια αόρατη μάχη
και άλυτους γρίφους.

Βρυχάται μες στην έρημη πόλη.

Το κοριτσάκι κλειδωμένο στο σπίτι
του θυμίζει
πως το παραμύθι τελείωσε
μα το ξαναγράφει
όπως θέλει αυτός.

Στο κρεβάτι
αγκομαχά η ζωή
στη ντουλάπα κρύβεται
ο φόβος
χάθηκαν οι κυνηγοί.

Το καλάθι που κρατά
είναι βαρύ
κάθε λίγο σταματά και το ξεσκεπάζει
κοιτάζει μέσα λαίμαργα

ακούγονται φωνές
και μυρίζει θάνατο.

 

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗ

 

Ημερολόγιο Καραντίνας

“Ημερολόγιο Καραντίνας

ημέρα δε θυμάμαι πια.

Εδώ ο χρόνος

έπαψε να υπάρχει.

Όλα λες

σε μεταβατική διάσταση

παράλληλου σύμπαντος.

Είναι η γη

που καλεί για να αλλάξεις.”

 

 

Αθηνά-Ιωάννα Λειβαδάρα

Ιστορία από το μέλλον

Ο Άρης. Ένας απλός άνθρωπος και τίποτε παραπάνω… Ένας Άρης που δεν πρόλαβε να δει το φως της μέρας, να πάει σχολείο, να εργαστεί, να διεκδικήσει. Ένας Άρης που δε μπόρεσε να μυρίσει τα άνθη του έρωτα. Ένας Άρης ανάμεσα σε τόσους άλλους Άρηδες στον παγκόσμιο χάρτη. Μία τόσο δα μικρή κουκκίδα. Γιατί να μην πεθάνει άλλωστε; Σε τι θα μπορούσε να συνεισφέρει ο Άρης; Υπάρχουν τόσοι άλλοι Άρηδες. Τι μας νοιάζει γι’ αυτόν τον Άρη; Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Μπορεί ο Άρης να γινόταν απλά ένας τεμπέλης που θα ζούσε από τα κρατικά επιδόματα. Αν όμως γινόταν ένας πολύ καλός εργάτης; Μπα! Με τους γονείς που είχε μάλλον χαραμοφάης θα γινόταν….

Οι γονείς του Άρη γνωρίστηκαν στην πορεία εορτασμού της εργατικής πρωτομαγιάς τον καιρό της πανδημίας. Αν και κρατούσαν τις μεταξύ τους αποστάσεις, αν και φορούσαν μάσκες που έκαναν δυσδιάκριτα τα χαρακτηριστικά τους, η έλξη ήταν έντονα ακαριαία. Δίστασαν όμως να πλησιάσουν ο ένας τον άλλο. Η εντολή από του υπουργείο προστασίας του πολίτη ήταν σαφής: «Όποιος φλερτάρει χωρίς τη σχετική άδεια, θα τιμωρείται με ένα μήνα φυλάκιση».

Έτσι, προτίμησαν να χαθούν μέσα στο αποστειρωμένο πλήθος για να βρεθούν ξανά στην επόμενη κινητοποίηση. Αμέσως τα βλέμματα συναντήθηκαν και οι καρδιές χτύπησαν δυνατά. Προσοχή! Δεν άγγιξαν ο ένας τον άλλο. Κανείς από τους δύο δεν είχε υποβάλλει τη σχετική αίτηση για αδειοδότηση, ούτε είχε ακολουθήσει την επιβαλλόμενη από το κράτος διαδικασία για ένα τέτοιο σμίξιμο. Πού να ήξεραν άλλωστε ότι θα συναντιόντουσαν; Κανόνισαν να βγουν ραντεβού την επομένη, χωρίς να το πουν. Είχαν μάθει και οι δυο τους να μιλούν με τα μάτια.

Μετά το τέλος της κινητοποίησης επέστρεψαν στα σπίτια τους , άνοιξαν τους υπολογιστές τους και αναζήτησαν το έντυπο με τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσουν για να συναντηθούν – Ήταν το πρώτο ραντεβού από την έναρξη της πανδημίας και για τους δύο και δεν ήθελαν να πάει κάτι στραβά –. Ξεκίνησαν και οι δύο να διαβάζουν ταυτόχρονα το έντυπο:

«Εν μέσω κορονοϊού ως επιτυχημένο κρίνεται το ερωτικό ραντεβού, το οποίο δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί. Ωστόσο επειδή υπάρχουν αρκετοί ανεύθυνοι πολίτες που θέτουν την δημόσια υγεία σε κίνδυνο προς τέρψιν, δίδονται οι παρακάτω οδηγίες  για την αποφυγή της ανεξέλεγκτης διασποράς του ιού.

  • Γεμίζετε ένα μπολ με 20ml οινόπνευμα και τοποθετείτε το σφουγγάρι μέσα σε αυτό για 10 λεπτά.
  • Βάζετε τις πετσέτες στον αποστειρωτή ρούχων και τις αφήνετε να βράσουν για 20 λεπτά στους 60ο κελσίου. Αν χρειαστεί, προσθέτετε λίγο νερό.
  • Τοποθετείτε κάθε ρούχο ξεχωριστά μέσα σε προθερμασμένη στους 60ο σιδερώστρα για 1 λεπτό το καθένα.
  • Αφού γίνουν όλα τα παραπάνω, μπείτε στη ντουζιέρα. Ρίξτε πάνω σας αρκετό νερό και σαπουνιστείτε καλά με το σφουγγάρι σε όλο σας το σώμα. Βάλτε 30ml οινόπνευμα στο κεφάλι και ανακατέψτε τα μαλλιά για 7 λεπτά με κινήσεις κυκλικές. Ξεπλύνετε με μπόλικο νερό. Έπειτα, σκουπίστε το σώμα και το κεφάλι με τις πετσέτες μέχρι να στεγνώσει από τα νερά και αλείψτε με αντισηπτικό όλα τα μέρη του σώματος μέχρι αυτό να απορροφηθεί. Μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της παραπάνω διαδικασίας, μπορείτε να ντυθείτε. Μην ξεχάσετε την αποστειρωμένη μάσκα και τα γάντια μίας χρήσης.
  • Κρατήστε αποστάσεις ασφαλείας (1,5 – 2 μέτρα) από το άτομο που πρόκειται να συναντήσετε.
  • συζητείστε μαζί του για τη σπουδαιότητα της ατομικής ευθύνης. Αν συμφωνήσετε, μπορείτε να υποβάλλετε εκ νέου αίτηση για συνάντηση»

Κι εκείνοι μεταξύ τους συμφώνησαν νοητά. Συμφώνησαν να ακολουθήσουν κατά γράμμα τη διαδικασία για να συναντηθούν. Βλέπετε υπήρχαν ελεγκτές με ειδικές κάμερες που εντόπιζαν τους παραβάτες στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο για ραντεβού και όχι μόνο. Τους έβλεπες παντού: στους δρόμους, στα πάρκα, στις πλατείες, στους χώρους εργασίας, στα σχολεία.  Καμιά φορά ακόμη και μέσα στα σπίτια.

Δεν έπρεπε να προκαλέσουν, να γίνουν αφορμή για επεισόδια ή ακόμα και για την αυστηροποίηση των μέτρων. Ακολούθησαν πολύ προσεχτικά τη διαδικασία και συναντήθηκαν στο προβλεπόμενο από τον νόμο καφέ. Έφτασαν και οι δύο ταυτόχρονα, έδειξαν τις βεβαιώσεις στο αρμόδιο προσωπικό, πέρασαν από εξονυχιστικό έλεγχο και έκατσαν στο τραπέζι. Δεν μίλησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, μόνο φιλήθηκαν με τα μάτια. Για αρκετές βραδιές χάιδευαν ο ένας τα δάχτυλα του άλλου πάνω από τα γάντια, ονειρευόντουσαν τα πρόσωπα που κρύβονταν πίσω από τις μάσκες και τα κορμιά που φλόγιζαν. Για αρκετές βραδιές φιλιόντουσαν από μακριά. Όσες το επέτρεπε η νέα πραγματικότητα, οι περιορισμοί της ζωής. Μέχρι να τους σπάσουν οι άνθρωποι  και να επωμιστούν το κόστος.

Μετά τη λήξη της τελευταίας υπό επιτήρηση συνάντησης, δεν επέστρεψαν στα σπίτια τους,  Κατευθύνθηκαν και οι δύο προς την κεντρική πλατεία της πόλης, βγάζοντας τις μάσκες τους και μυρίζοντας τον κόσμο ξανά από την αρχή. Πόσο τους είχε λείψει αυτή η μυρωδιά! Σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα από την τελευταία φορά που ένιωσαν το δροσερό αεράκι στα χείλη τους. Εκεί ήταν που αγκαλιάστηκαν για πρώτη φορά πραγματικά, δίνοντας την υπόσχεση να ζήσουν τον έρωτα που τόσο είχαν παραμελήσει υπό το φόβο της πανδημίας. Και τον έζησαν παρά τις διώξεις που τους επιβλήθηκαν. Μέχρι που νόσησαν και οι δύο από κορονοϊό. Η κοπέλα πέθανε. Όλες οι κλίνες στη ΜΕΘ ήταν κατειλημμένες. Προτεραιότητα δίνονταν στη νοσηλεία στους ευσυνείδητου πολίτες και όχι στους παραβάτες. Μετά θάνατο μαθεύτηκε  ότι η κοπέλα ήταν έγκυος. Το μωρό θα το ονόμαζαν Άρη

 

 

Μαρία Πανούτσου

 

έπεα πτερόεντα

Τράβηξα τις κουρτίνες. Είδα τον ήλιο να δύει. Πέρασα δυο ώρες κοιτώντας τον ν’ αλλάζει χρώματα στον ορίζοντα. Το σώμα μου είχε γίνει όλο ένας εγκέφαλος  από τις μύριες μπερδεμένες σκέψεις που με ανακάτευαν. Τεντώθηκα, πήρα μια βαθειά ανάσα, ξεμούδιαζα. Πείναγα. Κατευθύνθηκα προς την κουζίνα.  Είχα φτιάξει  μια χορτόπιτα.  Η σκέψη της με χαλάρωσε. Καθώς ετοίμαζα το πιάτο μου, σκεφτόμουν να φάω την χορτόπιτα  στο μικρό σαλονάκι, να χαζέψω και ένα τηλεοπτικό παιχνίδι. Ένοιωθα τον χρόνο να  περνάει σαν ένα ρεύμα ηλεκτρικό μέσα από τα διάφορα σημεία του σώματος μου.  Τα πόδια μου, ξαναγύρισαν στην θέση τους,  τα χέρια  μου το ίδιο. Απλά πράγματα θέλει ο άνθρωπος,  άκουσα  την φωνή μου  να λέει, αλλά  δεν το ξέρει και φτάνει στο τέλος της ζωής του, με αγωνία.  Την  έχω δει αυτήν την αγωνία. Ξέρω τι σκεπτόμουν δυο ώρες καθηλωμένη στην πολυθρόνα μου,  μαγεμένη με την πορεία του ήλιου.

Σκεπτόμουν την μόνιμη πανδημία που είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, με τα λάθη του, με την ημιτελή κατασκευή του, την ελεύθερη επιλογή που του χαρίστηκε, τους  φόβους του, καθώς με όλα αυτά έφτιαξε μια απάνθρωπη κοινωνία  που έχει τον μανδύα της  ισορροπίας, της δικαιοσύνης, της  δημοκρατίας.  Έπεα Πτερόεντα είμαστε. Μια  ενδιαφέρουσα δημιουργία του σύμπαντος,  παροδική Αυτό είμαστε..

Καθώς κοιτούσα το παιχνίδι  στην οθόνη  και μασούλαγα την χορτόπιτα,  γελούσα μέσα μου με  τον εαυτόν μου, να τον ακούω να μονολογεί ..όλα αυτά  τα  τυποποιημένα…..

Άφησα το πιατάκι στο τραπέζι μπροστά και  κατευθύνθηκα αυτή την φορά προς την βεράντα.   Είχα φυτεύσει  αυτές τις μέρες  – περίπου τρεις μήνες –  καινούργια φυτά  που μεγάλωσαν.  Αυτά  τα φυτά με κράτησαν ορθή όλο αυτόν τον καιρό. Αφοσιώθηκα σε αυτά και να που θέριεψαν… Θα βγάλω φωτογραφίες να τις στείλω  στους δικούς μου σκέφτηκα.

 

« Αχ!  Ωραία είναι η ζωή  και ο θάνατος μαυρίλα »

 

Αθήνα,  Μάιος  2020

 

 

ΠΑΜΠΟΣ ΒΟΣΚΑΡΙΔΗΣ

ΣΤΑ  ΜΕΤΡΑ  ΜΑΣ

 

Τον φέραμε επί τέλους στα μέτρα μας

τον μαύρο καβαλάρη

τον κουκουλοφόρο με το δρεπάνι

τον βαρκάρη του Αχέροντα

τους αφήσαμε όλους πίσω

στις παλιότερες γενιές

που βολευόντουσαν με ξωτικά

στη ζώνη του λυκόφωτος

 

Ποτέ δεν ήτανε αυτά για μας

δεν θα μας πάρει εμάς τα μέτρα

εμείς του παίρνουμε τα μέτρα

τον μετράμε κάθε απόγευμα στις έξι

τον μετράμε σε θνητότητα

σε θνησιμότητα

σε ζώνες

και σε φάσεις

 

Ή μήπως όλα είναι επίπλαστα

και συνεχίζουμε ν’ αναμετρόμαστε μαζί του

σε ψηφιακά αλώνια

της μοναξιάς του αυτοπεριορισμού μας

ανακουφισμένοι μετά το κύριο δελτίο

που δεν περιληφθήκαμε

στα σημερινά στατιστικά στοιχεία

ΤΟΙΣ   ΑΡΧΟΥΣΙ

 

Σας ακούσαμε

Πειθαρχήσαμε απόλυτα

πλύναμε τα χέρια μας

άπειρες  φορές μέσα σε δυο μήνες

σχεδόν όσες φορές κάποιοι από σας

ξέπλυναν μαύρο χρήμα

κοντά όσες φορές

άλλοι νίψατε τας χείρας σας

σε όλη την πολιτική σας σταδιοδρομία

Μήπως άμα με το καλό τελειώσει το κακό

να αρχίζαμε κι εμείς κι εσείς

να νίπτομε και τ’ ανομήματά μας

 

 

 

 

 

 

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΜΙΧΟΥ

 

ΕΞ  ΕΠΑΦΗΣ

Τι ώρα να ήταν

όταν άρχισα να τεντώνω τα χέρια

τόσο πολύ μακριά

Πού πήγαιναν τα χέρια μου;

Έφευγαν από την αλήθεια προς στις δύο πλευρές του δωματίου

χρειαζόντουσαν μια σπρωξιά από την πλάνη

να κάνουν το πέρασμα

στον τοίχο στον ουρανό στη νύχτα

να τα τώρα φεύγουν πέρα

παίζουν με την τύχη της σιωπής

ρίχνουν τα ζάρια και παίρνουν το παιχνίδι από το άγαλμα στην πλατεία

στροβιλίζονται στο χορό του καπνού που έρχεται από ένα παράθυρο

κάποιος με φαγωμένα νύχια θα καίει το τελευταίο του τσιγάρο

ξεχνιούνται

κι όμως τα χέρια μου έχουν μυαλό

ώρα να γυρίσουμε

με σκέφτονται τα χέρια μου

χωρίς άκρα δε ζεις

επιστρέφουν πάντα την ίδια ώρα

μετρώ τα δάχτυλά μου ένα ένα

είναι όλα εκεί

όλα που άγγιξα δεν έχουν χαθεί

το λένε οι γραμμές οι ρόζοι κι οι φουσκωμένες φλέβες

ζωντανά χέρια που ακόμη μπορούν και χαϊδεύουν το ένα το άλλο

δεν έκαναν ακόμη τις σκιές να γελάσουν

μα είναι η αφή που μένει ζωντανή

κι ας πηγαίνει τοίχο τοίχο

 

 

 

 

 

 

 

ΜΥΓΔΑΛΙΑ ΜΩΣΙΝΗ

Σιωπή

 

Σοφή σιωπή

Εκκωφαντικός ο θόρυβος

Των που μιλούν χωρίς να λεν.

 

Κι είναι πολλοί

Κι είναι παντού

 

Αχ, σιωπή! Πού να σ΄αναζητήσω;

Πού να σε βρω;

 

Στις παύσεις, στο μέτρο, στο ρυθμό;

Στο ργιάκι, στα φυλλώματα;

Στο μοναχικό μονοπάτι της περισυλλογής

 

 

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΑΚΗΣ

 

Εγκλεισμός

 

(Νύχτα, και σφεντονίζουμε τον ουρανό.)

 

Το αστέρι πέφτει ίσια μέσα στο ξύλινο κουτί, τζιτζίκι στο σπιρτόκουτο. Ο μαραγκός πονετικός, το παράθυρο μεγάλο. Ο σιδεράς τα κάγκελα.

Φτεροκοπάει τ’ αστέρι, τα σίδερα αντιλαλούν.

 

Έξι χορδές, και σφεντονίζουνε τον ουρανό.

 

 

 

 

Μαρία Α. Δρακάκη

 

«Επιμέλεια….ψυχής!»

Ημερολόγιο καραντίνας! Παράξενα ηχεί…. Τι να γράψεις σε συνθήκη καραντίνας είναι η πρώτη μου σκέψη. Η ρουτίνα κάθε μέρας τόσο αυστηρά προκαθορισμένη, τόσο αναμενόμενη, τόσο μισητά απαρέγκλιτη.  Δεν μου άρεσε ποτέ να γράφω σε ημερολόγιο. Αντίθετα μου άρεσε πάντα  να μοιράζομαι  τη γραφή μου δημόσια με τη λειτουργία της αποφόρτισης για τη διαχείριση του τραντάγματος της σκέψης, για το γαλήνεμα της ψυχής με την αίσθηση του μοιράσματος.

Σε δεύτερη σκέψη συλλογίζομαι ότι η συνθήκη της καραντίνας είναι φυλακή του σώματος,  αλλά ταυτόχρονα μπορεί σαφώς να είναι αποτελεσματική  άμυνα σε αυτή την καταδίκη, η δράση του μυαλού . Συλλαμβάνω λοιπόν τον εαυτό μου απεγνωσμένα να προσπαθεί να αντιδράσει, στην αδράνεια του σώματος  και  στα αμφι» της ψυχής,  με την κίνηση του μυαλού. Αμφιταλαντεύσεις στο θυμικό, συνεχείς μεταπτώσεις της ψυχολογίας χωρίς λόγο  και η συνεχής γενναία μου αντίσταση το αποτύπωμα κάθε μέρας κόντρα όμως στο κατεστημένο …

Καμιά διάθεση για οργάνωση του εξωτερικού χώρου.  Κανένα ενδιαφέρον για φροντίδα της εξωτερικής εικόνας του εαυτού μου που άλλοτε ήταν προτεραιότητα. Εστίαση στο εσωτερικό… Ενδοσκόπηση και διαχείριση των συναισθημάτων του ψυχικού μου οικοσυστήματος. Εστίαση  στα συναισθήματά μου  που έχουν μείνει ατακτοποίητα και επιζητούν τη διευθέτηση – επιμέλειά μου…

Και αυτή η επιμέλεια έρχεται τελικά συνειδητοποιώ μέρα με τη μέρα με πολλούς τρόπους. Ακολουθώντας σκέφτομαι,  τα βήματα μιας έκθεσης σε ένα μουσείο. Ο παραλληλισμός  περίεργος θα σκεφτεί κάποιος που δεν με ξέρει,  εμμονή όποιος με γνωρίζει, αυτοσαρκασμός θα έλεγα εγώ…

Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας της επιμέλειας  αρχίζει με την  αναζήτηση με φωτογραφίες από το ταξίδι μου στη ζωή, ανταποκρινόμενη σε προκλήσεις παιχνίδια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μετά η  συντήρηση του συναισθηματικού τους μανδύα με παραμύθια , με ιστορίες , με στίχους , η έκθεσή τους με μια νέα αφήγηση, όπως θα ήθελα να είναι,  ενδότερη ουτοπία. Τέλος η αλληλεπίδραση με νέους αποδέκτες με την μαζοχιστική προσδοκία της οριστικής τους τοποθέτησης-αποδοχής στο εσωτερικό μου για να μη με ενοχλήσουν ξανά, αν …επιζήσω…. Δεν είναι ο φόβος της απειλής της νόσου, είναι ο φόβος του εγκλεισμού αυτό που με κυριεύει …

Σκοντάφτω στο βιβλίο του Φρανσουά Ζυλλιέν   με τον  τίτλο «εγκώμιο της  απραξίας» και με υπότιτλο  «η αποτελεσματικότητα στην κινεζική σκέψη»  από  τις πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.  Σταχυολογώ λέξεις και φράσεις γιατί αρνούμαι να το διαβάσω σελίδα σελίδα έχοντας και πάλι το  ύπουλο βάρος της απραξίας του εγκλεισμού…

Εστιάζω  σε δύο λέξεις ενός υπότιτλου από τα κεφάλαια του βιβλίου, που μου φαίνονται εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, προφανώς λόγω της συνθήκης της επιβαλλόμενης αδράνειας και όλα όσα με βομβαρδίζουν εσωτερικά και εξωτερικά:  Ο υπότιτλος «ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ»

Διαβάζω και παραθέτω αυτούσια:

[…]

«Οι Κινέζοι θα πουν: Ολόκληρη η πραγματικότητα  στ’ αλήθεια είναι μια διαδοχή μεταμορφώσεων.  Η πράξη ξεχωρίζει, λάμπει, φαίνεται. Όμως μονάχα η μεταμόρφωση είναι αληθινά πραγματική. Διότι η πράξη είναι εντός της αδιάκοπης ροής των πραγμάτων, μια εστίαση της προσοχής, μια παγίωση, μια συρρίκνωση, πράγμα που δομικά την καταδικάζει να                                                                 παραμείνει εφήμερη  και επιφανειακή. Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε  ότι εδώ υπάρχει μια σχέση αντίστροφης αναλογίας: όσο περισσότερο φαίνεται λιγότερο πραγματική είναι. Εδώ έχουμε κάτι το αφανές, κάτι το αόρατο. Το αόρατο όμως αυτό, το οποίο προσδίδει πραγματικότητα στο ον, δεν είναι μεταφυσικό. Είναι ο ανεπαίσθητος  χαρακτήρας της συνεχούς και σταδιακής μεταμόρφωσης. Δεν βλέπουμε τον εαυτό μας να μεγαλώνει , δεν τον βλέπουμε να γερνάει…. Ένα πρωινό αντιλαμβανόμαστε μια άσπρη τρίχα και λέμε, δες γέρασα. Πρόκειται για ένα δείκτη, ένα σημάδι. Όμως δεν βλέπουμε τον εαυτό μας να γερνάει γιατί η μεταμόρφωση είναι σφαιρική και αδιάκοπη.

Είναι ολόκληρο το ον που μεταβάλλεται συνολικά, όχι μόνο τα χαρακτηριστικά του προσώπου, αλλά και η υφή του δέρματος, η χροιά της φωνής, η ακτινοβολία του βλέμματος κλπ. Και μόνο να τα αναφέρεις χωριστά συνιστά πράξη αφαίρεσης. Εφόσον όμως σε αυτό το πρόσωπο τα πάντα μεταμορφώνονται ταυτόχρονα και από κοινού, καμιά μεταβολή δεν μπορεί να απομονωθεί, να διακριθεί (εν είδει «κατηγορήματος») καμία δεν ξεχωρίζει. Στη φύση δεν βλέπουμε τους παγετώνες να λιώνουν ούτε τα ποτάμια να σχηματίζουν την κοίτη τους.

Η διάβρωση είναι συνεχής. Η μεταμόρφωση δημιουργεί το τοπίο, τη μορφολογία.  Οι Κινέζοι μιλούν  για «υπόγειες μετατοπίσεις» και «σιωπηλές μεταμορφώσεις» ( Γουάνγκ Φουτζί).Οι μεταμορφώσεις είναι πάντα σιωπηλές. Οι πράξεις από την άλλη είναι φλύαρες αλλά και ηρωικές…»

Διακόπτω την ανάγνωση του βιβλίου και προσπαθώ να συνδέσω το απόσπασμα με την ψυχολογία μου που δεν την αναγνωρίζω σε σχέση με το πριν της καραντίνας. Συλλαμβάνω τον εαυτό μου σε άμυνα και κριτική αμφισβήτηση…

Η νέα συνθήκη νιώθω ότι εκβιάζει τον ρυθμό της σιωπηλής  μεταμόρφωσης, η οποία αν έλειπε η πανδημία θα ήταν αθέατη πλήρως.  Την επιταχύνει  και την κάνει επικίνδυνα ορατή και αυτό προκαλεί αγωνία.  Ή μήπως στρέφει τον φακό στην παρούσα φάση στη συστημική μεταμόρφωση  μας  και λιγότερο στις πράξεις ώστε να υπάρξει ανασύνταξη της ύπαρξης. Οι σιωπές  και οι πειθαρχίες  απαραίτητες για μια αποτελεσματική ακολουθία ορθών πράξεων στη συνέχεια, σκέφτομαι ολοκληρώνοντας τον διάλογο με τον εαυτό μου στο ημερολόγιο καραντίνας. Δεν θέλω να το αναλύσω περισσότερο τώρα…

Καταλήγω: Ας διαφυλάξουμε  τελικά  τη  σιωπηρή διαδικασία της θετικής  μεταμόρφωσης  σε αυτή την πρωτόγνωρη συνθήκη και ας απολαμβάνουμε το ταξίδι της  στο πεδίο του «μη πεπραγμένου» προς το παρόν… Δηλαδή ας χαρτογραφήσουμε όσα δεν κάναμε και μας περιμένουν καθώς συντελείται η μεταμόρφωση μας στο ενδιαφέρον  και αιφνιδιαστικό ενίοτε ταξίδι της ζωής μας. Πάντα όμως με την επιμέλεια της ψυχής μας σε προτεραιότητα!  Αυτόν τον όρο βάζω και τον υπογραμμίζω στη σελίδα του ημερολογίου μου….ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΑΛΛΑ ΚΑΙ  ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥΣ ΜΟΥ!

 

ΛΙΝΑ ΒΑΤΑΝΤΖΗ

 Τεχνικό πρόβλημα

Σκόρπισαν τα κλειδιά μου

όταν όρμησα να προλάβω

την άνοιξη –

ταξίδευα στα χιόνια του βορρά

και στη διαδρομή χάθηκε

η πυξίδα.

Αισιοδοξώ να ανταμώσω τη νίκη

μα, στέκομαι ανάμεσα σε δράκους

χωρίς φωνή –

νιώθω την ήττα ασφυκτικά

να διπλώνει στον κενό χώρο

τα πλοκάμια της.

Η αίσθηση της απομόνωσης

πλημμυρίδα απέλπιδα δημιουργεί.

 

Μαριλένα Μηλαθιανάκη

Κυριακή του Πάσχα , 19 Απριλίου 2020

Περπατώ όπως ανελλιπώς κάνω κάθε μέρα από τις 13 του Μάρτη.

Περπατώ  την ίδια ακριβώς μέρα, την ίδια περίπου ώρα που όλα τα χρόνια της ενήλικης ζωής μου  ήμουν χωμένη στην κουζίνα μέσα σε ατελείωτες στίβες από πιάτα, ταψιά, κούτες γλυκά και εδέσματα ικανά να χορτάσουν έναν ολόκληρο στρατό, για να φάνε μόλις τα έντεκα μέλη της οικογένειάς μου, δέκα πλέον μετά που έφυγε ο μπαμπάς! Ωωω, πόσο σπουδαία νοικοκυρά  ήμουν, χαμογελούσα κρυφά στο νεροχύτη μου κοιτάζοντας με περισσή περιφρόνηση το κεφαλάκι του άτυχου αρνιού με δαγκωμένη τη γλώσσα του μέσα στο ταψί. Ούτε μου πέρασε απ’ το μυαλό πως μέχρι χτες ήταν ζωντανό και τριγυρνούσε  ανυποψίαστο για το επερχόμενο μαρτύριό του με τη μάνα του στην εξοχή .Τα κατάφερα και φέτος να τους μαζέψω και να τους χώσω στο στόμα με το ζόρι τα καταπληκτικά μου εδέσματα μέχρι σκασμού! Τους μάζεψα πάλι για να γιορτάσουμε τη Λαμπρή. Λαμπρή ίσον φαϊ. Τέλος. Κι όσο πιο πολύ τόσο καλύτερα.

Τούτη την ίδια ώρα περπατώ στην αφειδώλευτη φύση που φέτος – ή μήπως ήταν πάντα έτσι – είναι έκπαγλης ομορφιάς.

Ρωτώ τον άντρα μου. «Μα πάντα έτσι κελαηδούσαν τα πουλιά; Πώς ποτέ να μην τα είχα ακούσει;» Για να πάρω την απάντηση. «Τα άκουγες, μα σου λέρωναν την αυλή χτίζοντας τις φωλιές τους και τα ‘διωχνες…». Σκύβω το κεφάλι και προχωρώ ενοχλημένη.

Συνεχίζω να περπατώ έκπληκτη από την ομορφιά, χαϊδεύω τα ταπεινά άνθη ,τις μολόχες, τις ασφεντυλιές, τις παπαρούνες, τις μαργαρίτες, τις αλαδανιές, τους  άρτικιες τους ασπαλάθους, τους σπάρτους, τα κρινάκια, τα κυκλάμινα, τις μαχαιρίδες και τους  σκούλους…….. και τους ζητώ συγνώμη που 30 χρόνια είναι κάθε άνοιξη εκεί, στο ίδιο μέρος και ούτε μια ματιά δεν τους έριξα, ποτέ!

Ανεβαίνω στο κάστρο, σκοντάφτω στις πέτρες , σηκώνομαι και με άγρια χαρά φτάνω στην πλακούρα που καθόμουν παιδί με τις φιλενάδες μου ,τότε  που παίζαμε τις βασίλισσες του κάστρου κι αργότερα έφηβοι ξαπλωμένοι ατελείωτες ώρες στην ίδια πλακούρα θαυμάζαμε την πανέμορφη κοιλάδα, τα δεκάδες χωριά στα ριζά της Δίκτης, ανελλιπώς την αυγουστιάτικη πανσέληνο να προβάλει από τα βουνά και ονειρευόμασταν τη ζωή μας μακριά από δω!

Μα πώς, καμιά φορά από τότε, δεν ξαναβρήκα μια στιγμή εύκαιρη από  να ξανάρθω εδώ; Λίγο πιο κάτω μένω…

Πώς πέρασε η ζωή μου με ένα αχ κι ένα γιατί να ζήσω στο χωριό κι όχι στην πόλη. Να αγωνίζομαι να ‘μαι  παρούσα σε όλα τα δρώμενα της πόλης, μην τύχει και λείψω από πουθενά και χάσω καμιά παράσταση…

Κι ύστερα κοίταξα τον ανέφελο ουρανό, τον προκλητικά καταγάλανο σήμερα και σκέφτηκα πως είναι σήμερα  Λαμπρή κι η Πλάση την γιορτάζει αφήνοντας στα πόδια Του όλα της τα λουλούδια, έκπληκτη που οι σπιθαμιαίοι άνθρωποι κάθονται στα σπίτια τους και την άφησαν ήσυχη επιτέλους.

Κι εγώ εδώ να ντρέπομαι και να ζητώ συγνώμη απ’ τις μολόχες που δεν άφησα την ομορφιά τους να μου γεμίσει την ψυχή!

Δυο δάκρυα μου ξέφυγαν για τη θλίψη της ζωής μου, μα ευθύς εκεί στα κατάβαθα, στα μύχια της τρικυμισμένης μου ψυχής γεννήθηκε ένα όνειρο, που ίσως και ξεδειλιάνει… Να ‘ναι αυτή η στιγμή μια καινούρια αφετηρία στη ζωή μου. Και ξυφάνθηκε εδώ στην πλακούρα, τη μέρα της Λαμπρής, εδώ που ονειρεύτηκα να φύγω, εδώ που ονειρεύομαι να γεράσω.

 

ΧΡΥΣΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑΚΗ

Ημερολόγιο Καραντίνας

‟ Αυτό που μας συμβαίνει δεν πρέπει να είναι σχέδιο Θεού! ˮ σκέπτομαι.

Νιώθω σαν πειραματόζωο …

Αρχικά ο περιορισμός έρχεται από έξω.

Σου αφαιρείται το δικαίωμα να ερευνήσεις, να ανακαλύψεις, να νιώσεις, να έρθεις σε επαφή με τη φύση, ‟ τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γη χορτάρι …ˮ

Στη χώρα που ζούμε είναι σα να κόβεις τον αέρα στον ασθενή που προσπαθεί με βαθιές ανάσες να βάλει σε λειτουργία ξανά τον εαυτό του. Σαν το χέρι του επιστήμονα να θέλει να μας βάλει όλους σε τεχνική υποστήριξη. Χαμηλώνεις τις ανάσες σου. Περιορίζεσαι και καθηλώνεσαι σε μια θέση που σου επιτρέπει να μετράς αριθμούς, θύματα, μέρες, τοποθεσίες.

Νιώθεις και λίγο ανακούφιση που δεν είσαι κι εσύ θύμα των περιστάσεων.

Τη γλίτωσες αυτή τη φορά … Κάπως ειρωνικό δεν ακούγεται;

Σιγά-σιγά αρχίζεις να το αποδέχεσαι σα μια αναπόφευκτη πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι αυτό το παν- βοηθάει να γίνει πιο εύληπτη η νέα κατάσταση.

Τραβάς γραμμούλες απλά δηλώνοντας την παράταση ζωής που σου δίνουν.

Οι κινήσεις λιγοστεύουν, τα λόγια μαγκώνουν στο στόμα, τα συναισθήματα στον πάγο.

‟ Καλύτερα ας μη μιλήσω. Θα τα κάνω χειρότερα …! ˮ

Σα να λιγόστεψαν οι χώροι μέσα μας.

Κλείνω τα μάτια και αναζητώ την ασφάλεια της μήτρας. Σε στάση εμβρύου το σώμα, άδειο το κεφάλι από σκέψεις. Απλά υπάρχω.

Αυτό ήθελαν να πετύχουν οι επιστήμονες;

 

 

«Πίσω από τα κάγκελα της καραντίνας, παραμονεύει πάντα κάποια απόδραση».

       Γράφει η Αγγελική Σπινθάκη,

       ψυχοεκπαιδεύτρια, θεατροπαιδαγωγός

 

Οι παρελάσεις πέρασαν. Οι ορχήστρες σώπασαν. Κανένας θόρυβος για να κρυφτώ μέσα του.

Η Πασχαλιά βγάζει  τη γλώσσα της, βαθιά μοβ και υγρή. Πασχίζει να χαράξει δρόμο μέσα στην κάμαρή μου, για να περάσει το άρωμά της. Όμως όχι! Δεν επιτρέπεται να χαραχτεί ούτε μονοπάτι. Δεν επιτρέπεται να εισπνεύσω. Ύποπτο και το άρωμα της Πασχαλιάς! Πώς τολμά να επιχειρεί μέσα στο βασίλειο του αποστειρωμένου μου αέρα; Τσιτώνω απέναντι στη στέρηση. Αντιστέκομαι στην αοσμία.

Ψάχνω την κάμαρή μου, με μάτια δεκατέσσερα και ρουθούνια ανιχνευτικού σκύλου, μήπως και ανακαλύψω ένα μέρος έστω, της ταξιανθίας της. Ιθαγενής η δική μου γλώσσα βγαίνει έξω, δικαιωματικά.

Γλύφω το πάτωμα, τους τοίχους, το ταβάνι. Μάταια!

Άχρηστη η λειτουργία της όρασής μου, άκαρπη η ευαισθησία της όσφρησής μου, ανικανοποίητη η γεύση μου και η ακοή μου πνιγμένη στη σιωπή …εξ’ αρχής!

 

Τι μου απομένει να ενεργοποιήσω; Την αφή μου, ασφαλώς!

Ξετυλίγω τα χέρια μου, φίδια μόλις ξυπνημένα από μακρά ύπνωση. Τα απλώνω μπροστά, σαν υπνοβάτης και ψηλαφίζω.

Τι χαρά! Η αφή μου λειτουργεί!

Νιώθω με τα χέρια. Ερευνώ γύρω μου.

Τοίχος… άλλος τοίχος… πάλι τοίχος… Κάγκελα!!! …Και τα ακούμπησα!

Κοκαλώνω. Απολυμαίνω τα χέρια μου, σχολαστικά.

Πώς έγινε αυτό; Φοβήθηκα να μείνω έξω, άκρυφτη στη σιωπή και έτρεξα να αναμειχτώ με τη γλωσσοδιάρροια του εγκλεισμού μου και την υπερκινητικότητα των χεριών μου, διακινδυνεύοντας τη ζωή μου, πραγματικά;

 

Λίγο πιο πέρα, μια χειρουργική μάσκα δεν δίνει δεκάρα για το δράμα μου. Εκτοξεύει με έπαρση το γαλαζοπράσινο χρώμα της… το μόνο, αποκλειστικό φως της φυλακής μου.

 

Μα πριν σφαλίσω το στόμα μου μ’ αυτήν, θα ενθαρρύνω τις λέξεις που θα γεννήσω, να δραπετεύσουν, να λευτερωθούν, να ανταμώσουν τις λέξεις των άλλων και να συγχρωτιστούν θαρραλέα, σε απόσταση αναπνοής.

Σε μια απόδραση τροφίμου, ειδικού εσώκλειστου ιδρύματος, που παλεύει να ανακτήσει την απόλυτη ελευθερία  …του «Εγώ ειμί»!