Περί έρωτος…
Κι αλήθεια γιατί «περί έρωτος»; Γιατί πιστεύουμε ότι στην εποχή που ζούμε, απομείναμε θεατές της ζωής μπροστά σε λαμπερές και ιριδίζουσες οθόνες, μιας εποχής, που όπως λέει ο Ευγένιος Αρανίτσης: « Ο ίλιγγος των τηλεπικοινωνιών, ο πυρετός των μετακινήσεων, η λατρεία του παντού, είναι μια παρενέργεια της κούρασης από το εσωτερικό πουθενά».
Ο έρωτας αντιστέκεται, ο έρωτας, σπαρταρά, ο έρωτας ανάβει φωτιές, ο έρωτας επαναστατεί. Αποτελεί την μέγιστη κοινωνική αξία γιατί προϋποθέτει τον ΑΛΛΟ, έχει τη δύναμη να μας κάνει ευάλωτους, άρα ανοικτούς στο διαφορετικό και εν τέλει μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε τον άλλο και τον εαυτό μας.
Στον έρωτα βιώνουμε το ερέθισμα το οποίο έχει την ιδιότητα να μας μετατοπίσει από αυτό που είμαστε, από αυτό που κάνουμε, από αυτό που ξέρουμε. Μας αναγκάζει να σηκώσουμε το βλέμμα μας, τραβάει την προσοχή μας, ορίζει τη σκέψη μας. Από το σημείο αυτό , είναι εύκολο πλέον συνειδητά να ακολουθήσουμε το δρόμο για να γνωρίσουμε, να πλησιάσουμε, να καταλάβουμε, να αφουγκραστούμε τί είναι αυτό που μας εκτοπίζει, θυσιάζοντας τα γνώριμα, τις συνήθειες, την ασφάλεια. Άρα να σηκωθούμε, να αυτενεργήσουμε, να δράσουμε συλλογικά.
Δεν έχουμε βρει τη λύση στα βάσανα του έρωτα, επισημαίνει ο Μπρυκνέρ[1]. Το μόνο που έχουμε καταφέρει είναι να πολλαπλασιάζουμε τα παράδοξά του: «Το “σ’ αγαπώ” μπορεί να ακουστεί σαν παράκληση, σαν συμβόλαιο, σαν εκπόρθηση του άλλου, σαν χρέος. Αυτή η διατύπωση που μου καίει τα χείλη σημαίνει αρχικά την αναγνώριση μιας “τρέλας”. Γιορτάζω τον πυρετό που μου προκαλεί ο άλλος και διαμαρτύρομαι εναντίον της αταξίας που με βυθίζει. Από την παρουσία του και μόνο, ένας ξένος σπάζει τη ζωή μου στα δύο και θα ήθελα να ξαναβρώ την ισορροπία μου χωρίς να τον χάσω. Η ερωτική σύγκρουση είναι μια άγρια καταιγίδα στην ηρεμία της ύπαρξης: είναι πόνος και απόλαυση, θύελλα και καταφύγιο, έγκαυμα και άρωμα. Πώς να τιθασεύσουμε αυτό τον άλλο που μας προκαλεί σύγχυση και μας κεραυνοβολεί, θαρρείς, από ψηλά; Με μια ομολογία που θα είναι συγχρόνως ικεσία και ανάκριση». Πώς ένα συναίσθημα που έχει ως μοναδικό σκοπό τη συνένωση, μπορεί να συμφιλιωθεί με την ελευθερία που επιδιώκει την αποδέσμευση;
Τα ερωτήματα που θέτει ο Μπρυκνέρ, περιγράφουν ταυτόχρονα τα –πολλαπλά- παράδοξα που χαρακτηρίζουν τον έρωτα. Τούτα τα παράδοξα, τούτα τα μαγικά, το τελετουργικό ανάμεσα σε δύο σώματα, το συναίσθημα γυμνό από κάθε επιδίωξη ή προστακτική ανταπόδοσης, τον ενεστώτα της ηδονής, την πανηγυρική πολυπλοκότητα και πολυαρχία, διαπραγματεύεται το τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας. Με τα αποτυπώματά του πάνω στίχους, σε πεζά, στην τέχνη. Μια επισήμανση: «Να μην ξεφυλλίσουν τις σελίδες του περιοδικού, όσοι δεν δυστύχησαν ποτέ[2]»
[1] «Το παράδοξο του έρωτα», εκδόσεις Πατάκη.
[2]Σταντάλ